| |||
αντίσταση; μονωτική επένδυση; φωτοχρωμική βαφή; φωτοχρωμικό υλικό; αντιστέκομαι | |||
προστατευτικό επίχρισμα | |||
| |||
ανθίσταμαι; αντέχω; προβάλλω αντίσταση | |||
Angielski tezaurus | |||
| |||
resistance | |||
| |||
replace essential supplies in sufficient time |
resisting: 66 do fraz, 14 tematyki |