SłownikiForumKontakt

   Angielski
Google | Forvo | +
paying office
posp. πράκτωρ εξουσιοδοτημένος να προβαίνει σε πληρωμές
finans., inżyn., przem. γραφείο εξουσιοδοτημένο να προβαίνει σε πληρωμές
komun. γραφείο πληρωμής