monitoring | |
posp. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση |
med. | έλεγχος; παρακολούθηση |
ochr.środ. | παρακολούθηση; έλεγχος; παρακολούθηση/έλεγχος |
techn. inżyn. | επιτήρηση |
AND | |
micr. | λογικό ΚΑΙ |
control | |
ekon. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
elektron. | χειρισμός |
inżyn. | οδηγώ |
mat. | έλεγχος |
micr. | στοιχείο ελέγχου |
nauki o ż. techn. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
techn. bud. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
| |||
συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση | |||
έλεγχος m; παρακολούθηση f | |||
παρακολούθηση/έλεγχος f | |||
επιτήρηση f | |||
έλεγχος συμπεριφοράς | |||
| |||
παρακολούθηση f; έλεγχος m | |||
Angielski tezaurus | |||
| |||
montrg |
monitoring and control : 4 do fraz, 2 tematyki |
Technologia informacyjna | 1 |
Transport | 3 |