maintainability | |
posp. | δυνατότης συντηρήσεως |
przem. | δυνατότητα συντήρησης |
AND | |
micr. | λογικό ΚΑΙ |
reliability | |
micr. | αξιοπιστία |
kit | |
bud. | συνδυασμός προϊόντων |
farma. | kit |
inżyn. | κιτ μετατροπής; κιτ τροποποίησης; συλλογή υλικών τεχνικής οδηγίας |
med. | σερβίτσιο; συσκευασία; θήκη εργαλείων; μαχαιροπήρουνα |
micr. | κιτ |
| |||
δυνατότης συντηρήσεως | |||
δυνατότητα συντήρησης | |||
δυνατότητα συντηρήσεως; Ποσοστό συντηρισιμότητας; διατηρησιμότητα f; συντηρησιμότητα f | |||
Angielski tezaurus | |||
| |||
The ability of an item used under specified conditions to be retained in or restored to a state in which it can perform its function, provided that maintenance is carried out using prescribed procedures and resources. (UKR/NATO) |
maintainability and : 1 do fraz, 1 tematyki |
Pospolicie | 1 |