instruction | |
posp. | τμήμα ελέγχου |
finans. technol. | οδηγία |
med. | οδηγίαι του ιατρού προς το νοσηλευτικόν προσωπικόν |
technol. techn. | εντολή |
code | |
posp. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
komun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
technol. przetw. | κώδικας |
technol. techn. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
| |||
τμήμα ελέγχου | |||
οδηγία f | |||
οδηγίαι του ιατρού προς το νοσηλευτικόν προσωπικόν | |||
εντολή f | |||
| |||
κατευθυντήριες οδηγίες | |||
Angielski tezaurus | |||
| |||
instn | |||
inst; instr | |||
| |||
The explanation of constitutional rights given by a judge to a defendant | |||
instr. |
instruction code : 4 do fraz, 1 tematyki |
Technologia informacyjna | 4 |