forward | |
posp. | μελλοντική; μελλοντικό; μελλοντικός; προς τα εμπρός |
komun. transp. | αποστέλνω |
micr. | προωθώ; προώθηση |
transp. inżyn. | ανάστροφα; προς τα μπρος |
forwarding | |
nauki sp. transp. roln. | μεταφορά |
angular acceleration | |
med. | γωνιακή επιτάχυνση |
| |||
μελλοντική; μελλοντικό; μελλοντικός; προς τα εμπρός | |||
| |||
προωθώ (To move a call to another phone before the call is answered) | |||
| |||
αποστέλνω | |||
| |||
προθεσμιακά συμβόλαια | |||
| |||
μεταφορά | |||
| |||
προθεσμιακή σύμβαση | |||
κατάστρωμα της πρώρας ή της πλώρης | |||
προώθηση (To move a call to another phone before the call is answered) | |||
ανάστροφα; πρός τά μπρός; προς τα πίσω; πρόσω ταχύτητα κίνησης; ταχύτητα κίνησης προς τα εμπρός | |||
| |||
αποστέλλω περαιτέρω | |||
στέλνω | |||
Angielski tezaurus | |||
| |||
feedback of repair, workshop and reliability data | |||
| |||
fwd | |||
for'd (судна LyuFi) | |||
final limit |
forward : 574 do fraz, 33 tematyki |