double channel | |
skór. | διπλό αυλάκι στη σόλα; διπλό λούκι στη σόλα |
simplex | |
elektron. | μονοκατευθυντικός; μονόδρομος; μονόπλευρος |
inżyn. bud. | μεμονωμένος ανελκυστήρας; ανελκυστήρας simplex |
komun. | απλή εναλλασσόμενη επικοινωνία; σίμπλεξ |
komun. technol. | ημιαμφίδρομος |
| |||
διπλό αυλάκι στη σόλα; διπλό λούκι στη σόλα |
double channel: 1 do fraz, 1 tematyki |
Komunikacja | 1 |