corrective action | |
astronaut. transp. | διορθωτική ενέργεια |
ekon. | διορθωτικά μέτρα πολιτικής |
fiz.jądr. | διορθωτική δράση; διορθωτική επενέργεια |
report | |
eduk. | έλεγχος προόδου; διάλεξη |
ekon. | έκθεση |
mark. | απολογισμός |
corrective action report: 1 do fraz, 1 tematyki |
Inżynieria materiałowa | 1 |