![]() |
| controller | |
| inżyn. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| komun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
| micr. | ελεγκτής |
| nauka o z. inżyn. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
| roln. | χειριστήριο |
| program | |
| med. | ρουτίνα; πρόγραμμα |
| micr. | πρόγραμμα |
| technol. techn. | προγραμματίζω |
| |||
| διάταξη ελέγχου; ελεγκτήρας f | |||
| ρυθμιστής m; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου | |||
| συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως | |||
| ελεγκτής m (The part of a test rig that distributes tests to agent computers and collects test results) | |||
| βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως | |||
| υπεύθυνος της επεξεργασίας | |||
| χειριστήριο n | |||
| υπολογιστής m; διαχειριστής m; πληρεξούσιος m | |||
| ελεγκτής m | |||
| Angielski tezaurus | |||
| |||
| A person holding a valid licence to control air traffic | |||
| cont | |||
| ctrl | |||
| con; ctlr | |||
|
controller program : 1 do fraz, 1 tematyki |
| Technologia informacyjna | 1 |