conditional transfer | |
technol. | μεταφορά υπό συνθήκη |
of | |
posp. | από |
control | |
ekon. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
elektron. | χειρισμός |
inżyn. | οδηγώ |
mat. | έλεγχος |
micr. | στοιχείο ελέγχου |
nauki o ż. techn. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
techn. bud. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
| |||
μεταφορά υπό συνθήκη |