cockpit | |
transp. | θέση χειριστή αεροσκάφους; καμπίνα διακυβερνήσεως αεροσκάφους |
transp. lotn. | θάλαμος διακυβέρνησης; κόκπιτ; πιλοτήριο; φρέαρ χειριστή; χειριστήριο; θάλαμος του πιλότου αεροπλάνου |
interface | |
hutn. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
hutn. elektron. | επιφάνεια συγκολλήσεως |
komun. technol. | διεπαφή |
komun. technol. elektron. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
micr. | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
nauka o z. | διαχωριστική επιφάνεια |
nauka o z. elektron. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
simulation | |
med. | παθομίμηση; παθομιμητισμός; προσποίηση; προσποίηση ασθένειας; προσομοίωση; εξομοίωση |
| |||
θέση χειριστή αεροσκάφους; καμπίνα διακυβερνήσεως αεροσκάφους | |||
θάλαμος διακυβέρνησης; κόκπιτ m; πιλοτήριο n; φρέαρ χειριστή; χειριστήριο n; θάλαμος του πιλότου αεροπλάνου; καμπίνα κυβερνήτη αεροσκάφους; καμπίνα πιλότου | |||
πανοραμική καμπίνα ελκυστήρα | |||
Angielski tezaurus | |||
| |||
ckpt | |||
cpt |
cockpit : 26 do fraz, 7 tematyki |
Astronautyka | 1 |
Inżynieria mechaniczna | 1 |
Komunikacja | 1 |
Nauka o ziemi | 2 |
Prawo pracy | 1 |
Technologia informacyjna | 1 |
Transport | 19 |