['bʌfə] rzecz. This HTML5 player is not supported by your browser
inżyn.
διαχωριστικός χώρος ; ενδιάμεσος χώρος ; επικάθιση f ; ανακρουστήρας m ; τερματικός αναστολέας
med.
ρυθμιστικό διάλυμα
micr.
αποθηκεύω σε buffer (To use a region of memory to hold data that is waiting to be transferred, especially to or from input/output (I/O) devices such as disk drives and serial ports)
nauka o z., elektron.
απομονωτήρας m ; απομονωτής
nauki o ż.
αναστολέας m ; σφήνα f ; τάκος m
nauki prz., roln.
ανασταλτήρ m ; ενδιάμεσον είδος ; μεταβατική ζώνη
przem., bud.
ξύστρα f ; ράσπα f
przepł., technol.
ενδιάμεση αποθήκη
roln.
δεσμός m ; εμπόδιο n ; πέδη f ; πέδικλο n
techn.
αποσβεστήρας ταλαντώσεων' αμορτισέρ
technol., techn.
Ενδιάμεσος καταχωρητής ; αντιμνήμη f ; ενδιάμεση μνήμη ; μνήμη εξισωτικού ταμιευτή
transp.
αποσβεστήρας κρούσεων
transp., inżyn.
ανασταλτήρας m ; αποσβεστήρας m ; προσκρουστήρας m ; συγκρατήρας m ; συγκρουστήρας m
przepł., technol.
ενδιάμεση αποθήκη ; ενδιάμεση μνήμη
roln.
Ανασταλτήρας συγκρουστήρας
komun.
περιοριοθέτηση
med.
παρασκευή ενός ρυθμιστικού διαλύματος
nauki o ż., chem.
ρυθμιστική ενέργεια
technol.
Προκαταχώρηση
technol., elektron.
προσωρινή αποθήκευση
Angielski tezaurus
skr., technol.
bfr
technol.
Memory reserved to temporarily hold data to offset differences between the operating speeds of different devices, such as a printer and a computer (In a program, buffers are reserved areas of random access memory (RAM) that hold data while they are being processed)