partition | |
posp. | διαχωριστικό πέτασμα; κινητός διαχωριστικός τοίχος |
bud. | πέτασμα; χώρισμα |
micr. | διαμέρισμα |
roln. | διαχωρισμός |
technol. techn. | τμήμα |
transp. | μπουλμπές |
partitioned | |
med. | διαχωρισμένος; με χωρίσματα |
access method | |
komun. technol. | μέθοδος πρόσβασης |
micr. | μέθοδος πρόσβασης |
| |||
διαχωριστικό πέτασμα; κινητός διαχωριστικός τοίχος | |||
πέτασμα; χώρισμα | |||
κατανέμω | |||
τοίχωμα | |||
διαμοιράζω διαμοίρασα; χωρίζω χώρισα; διάφραγμα (septum); ενδιάμεσο χώρισμα (septum); μεμβράνη (septum) | |||
διαμέρισμα (A section of space on a physical disk that functions as if it were a separate disk) | |||
αναγκαστική διανομή; διαμερισμός; κατανομή; τεμαχισμός | |||
διαχωρισμός; διαχωριστικό | |||
διαμέριση; περιοχή | |||
τμήμα | |||
μπουλμπές; διάφραγμα | |||
διαίρεση | |||
| |||
διαμερισμός | |||
διαχωρισμός | |||
επιμερισμός | |||
εργασίες εσωτερικών χωρισμάτων | |||
τμηματοποίηση | |||
χωρισμός | |||
| |||
διαχωρισμένος; με χωρίσματα | |||
Angielski tezaurus | |||
| |||
ptn | |||
part | |||
prtn |
Partitioned Access Method : 1 do fraz, 1 tematyki |
Technologia informacyjna | 1 |