ovary | |
med. | ωοθήκη; θηλυκή γονάδα; ωοθήκη φυτών |
transplant | |
med. | μόσχευμα; μεταμοσχεύω μεταμόσχευσα |
roln. | μεταφυτεύω; φυτό προς φύτευση μεταφυτευθέν |
| |||
ωοθήκη (ovarium); θηλυκή γονάδα (ovarium); ωοθήκη φυτών | |||
ωοθήκη |
Ovary: 28 do fraz, 1 tematyki |
Medycyna | 28 |