machine | |
inżyn. | ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά; μετασκευάζω |
leśn. | μηχάνημα |
machining | |
chem. | βιομηχανική κατεργασία |
komun. | εκτύπωση; τράβηγμα; τύπωμα |
adaptive control | |
elektron. | αυτοπροσαρμοζόμενος έλεγχος |
nauki prz. | προσαρμοστικός έλεγχος |
| |||
ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα | |||
μηχάνημα n | |||
| |||
επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά | |||
| |||
βιομηχανική κατεργασία | |||
εκτύπωση; τράβηγμα; τύπωμα | |||
κατεργασία κοπής; κατεργασία σε εργαλειομηχανή | |||
| |||
μηχανή; βαρούλκο; εργάζομαι με τη βοήθεια ενός μηχανήματος-εργαλείου | |||
τυπώνω συγράμματα | |||
| |||
μετασκευάζω | |||
Angielski tezaurus | |||
| |||
mach | |||
m/c | |||
mc; mchn | |||
| |||
mcs | |||
| |||
M |
Machine : 3361 do fraz, 47 tematyki |