local | |
posp. | τοπική |
med. | αυτόχθων; γηγενής; ιθαγενής; ντόπιος |
ochr.środ. | τοπικό |
connector | |
ekon. przepł. | αποπομπή διαγράμματος οργάνωσης |
elektron. | βύσμα |
inżyn. | άτρακτος ολισθαίνοντος σφήνα; δακτύλιος σύμπλεξης με εξωτερική οδόντωση |
med. | συνδέτης; νευρικό κέντρο που συνδέει το κεντρομόλο με το φυγόκεντρο νεύρο του νευρικού τόξου |
przepł. | ενδοοψικός σύνδεσμος |
technol. elektron. | συνδετήρας |
transp. elektron. | σύρμα επαφής; ακροδέκτης συνδέσεως συρμάτων |
| |||
τοπική | |||
αυτόχθων; γηγενής; ιθαγενής; ντόπιος | |||
τοπικό | |||
τοπικός | |||
Angielski tezaurus | |||
| |||
low-cost airborne laser seeker | |||
low-cost airborne missile laser seeker | |||
| |||
l; lo; loc | |||
locale | |||
| |||
logic circuit analyzer language | |||
load on call | |||
low-cost alternate laser seeker |
Local : 722 do fraz, 52 tematyki |