-function | |
technol. | λειτουργία |
function | |
posp. | λειτουργώ |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
micr. | λειτουργία; συνάρτηση |
technol. | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
status | |
med. | κατάσταση; θέση |
micr. | κατάσταση; κατάσταση |
nauki sp. | κοινωνική θέση; κοινωνική υπόληψη |
scale | |
finans. | οι χρηματικές συνεισφορές των Kρατών μελών που καθορίζονται κατά την ακόλουθη κλίμακα κατανομής |
hutn. | λέπια |
med. | λέπι |
nauka o z. | βαθμονομημένος κανόνας |
nauka o z. techn. | κλίμακα ένδειξης |
nauki o ż. | πιστότητα κλίμακας |
nauki prz. | λέπυρο |
przem. bud. hutn. | φλούδα |
przem. chem. | οξείδιο των χαλύβων |
roln. | αφαιρώ λέπια |
| |||
λειτουργώ | |||
λειτουργία f; λειτουργώ λειτούργησα; έργο n | |||
λειτουργία f (A data service operation that is bound to a URI that does not have a side-effect on data exposed by the data service); συνάρτηση f (A prewritten formula that simplifies the process of entering calculations and enables the user to use formulas that might be difficult to build from scratch) | |||
συνάρτηση f; συναρτησιακή διαδικασία | |||
| |||
λειτουργία f | |||
| |||
λειτουργία | |||
Angielski tezaurus | |||
| |||
fun | |||
The broad, general, and enduring role for which an organization is designed, equipped, and trained (JP 1) | |||
fct; fctn; func |
Function : 803 do fraz, 42 tematyki |