| |||
ανασχετικό διαβρώσεως | |||
αντιδιαβρωτικό πρόσθετο | |||
ανασχετικό διάβρωσης | |||
μέσο,ουσία αναστολής της διάβρωσης | |||
αντιδιαβρωτικό μέσο/αναστολέας ανασχετικό διάβρωσης | |||
αντιδιαβρωτικό | |||
| |||
αντιδιαβρωτικό (μέσο); αναστολέας ανασχετικό διάβρωσης | |||
Angielski tezaurus | |||
| |||
CI |
Corrosion Inhibitor: 5 do fraz, 2 tematyki |
Chemia | 3 |
Hutnictwo | 2 |