variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
initialize | |
comp., MS | προετοιμάζω; δίνω αρχική τιμή |
IT dat.proc. | αποκαθιστώ αρχικές συνθήκες; αρχικοποίηση |
translator | |
commun. | μεταφραστής ; μετάφραση |
el. | μεταφραστής; μετασχηματιστής απομονώσεως; μεταβιβαστής |
for | |
gen. | για |
algorithmic language | |
IT tech. | Αλγοριθμική γλώσσα; αλγοριθμική γλώσσα |
| |||
ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος | |||
μεταβλητής f; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών | |||
| |||
μεταβλητή (A named storage location capable of containing data that can be modified during program execution) | |||
μεταβλητή | |||
μεταβλητών | |||
English thesaurus | |||
| |||
vrbl | |||
var. | |||
A quantity or condition whose value is subject to change and can usually be measured |
variable : 621 phrases in 35 subjects |