utilities | |
chem. | βοηθητικές παροχές |
insur. | ομόλογα επιχειρήσεων κοινής ωφελείας |
law econ. | δημόσιες υπηρεσίες |
utility | |
gen. | χρησιμότητα |
IT tech. | πρόγραμμα γενικής-κοινής χρήσης |
Datum | |
IT | Δεδομένο |
data | |
comp., MS | δεδομένα |
stat. | στοιχεία; δεδομένο |
datum | |
earth.sc. | γεωδαιτικό δεδομένο; γεωδαιτικό σημείο; γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς |
math. | δεδομένα |
tech. construct. | γραμμή βάσεως |
| |||
χρησιμότητα f | |||
πρόγραμμα γενικής-κοινής χρήσης | |||
ωφέλιμη αξία; αεροπλάνο γενικής χρήσης | |||
| |||
βοηθητικές παροχές | |||
ομόλογα επιχειρήσεων κοινής ωφελείας | |||
δημόσιες υπηρεσίες | |||
English thesaurus | |||
| |||
u | |||
utility program |
utility data : 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |