uplink | |
commun. | ανερχόμενη ζεύξη |
commun. transp. | ανοδική σύνδεση προς δορυφόρο; ανοδική ζεύξη |
Datum | |
IT | Δεδομένο |
data | |
comp., MS | δεδομένα |
stat. | στοιχεία; δεδομένο |
datum | |
earth.sc. | γεωδαιτικό δεδομένο; γεωδαιτικό σημείο; γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς |
math. | δεδομένα |
tech. construct. | γραμμή βάσεως |
insert | |
commun. | ένθετο; συμπλήρωμα |
comp., MS | εισαγωγή |
forestr. | παρεμβάλλω |
mater.sc. mech.eng. | γαρνιτούρα; επένδυση; επικάλυψη |
met. mech.eng. | επιπρόσθετο εξάρτημα μπουκαδούρας; επιπρόσθετο τεμάχιο τροφοδοσίας; επιπρόσθετο τμήμα μπουκαδούρας |
| |||
ανερχόμενη ζεύξη | |||
ανοδική σύνδεση προς δορυφόρο; ανοδική ζεύξη | |||
| |||
ανοδική σύνδεση προς δορυφόρο | |||
English thesaurus | |||
| |||
U-series personal link |
uplink : 5 phrases in 2 subjects |
Communications | 3 |
Microsoft | 2 |