tracking | |
commun. | παρακολούθηση συχνότητας |
commun. transp. | χάραξη ίχνους τροχιάς; χάραξη ανοιχτής τροχιάς; χάραξη πορείας |
IT | ιχνηλάτηση; διαγραφή τροχιάς |
mater.sc. construct. | αυλάκι; αυλάκωση |
technique | |
gen. | τεχνική |
tracking technique : 2 phrases in 1 subject |
Electronics | 2 |