timestamp | |
commun. IT | χρονοσφραγίδα |
order | |
construct. | ρυθμός |
earth.sc. transp. | τάξη ενός οπτικού στοιχείου |
environ. | εντολή/ένταλμα/διαταγή/παραγγελία/τάξη; τάξη |
fin. | εντολή για αγοραπωλησία μετοχικών τίτλων |
IT tech. | σχηματίζω ακολουθία; εντολή |
law | διάταξη; διοικητική εντολή |
nat.sc. | τάξις |
| |||
χρονοσφραγίδα f | |||
χρονική σήμανση (A data type that is automatically updated every time a row is inserted or updated) |
timestamp : 2 phrases in 1 subject |
Finances | 2 |