tandem | |
agric. | σε σειρά |
ed. IT construct. | διαδοχικός; συνεχής |
el. | διαβιβαστικός |
loading | |
gen. | πλήρωση |
coal. | γόμωση; φόρτωση δι'εκρηκτικών υλών |
commun. | φόρτιση |
industr. construct. | επιβάρυνση; τοποθετώ μέσα στη μήτρα |
industr. construct. met. | ειδική τηκτική ικανότητα |
IT | φορτώνω |
met. | στερέωση και ευθυγράμμιση |
stat. | φόρτωση |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
system | |
gen. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
comp., MS | σύστημα |
earth.sc. mech.eng. | θερμοδυναμικό σύστημα |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
| |||
σε σειρά | |||
διαδοχικός; συνεχής | |||
διαβιβαστικός | |||
διπλό ποδήλατο; ποδήλατο για δύο πρόσωπα; ποδήλατο με διπλή διάταξη πενταλιών; ποδήλατο με δύο θέσεις | |||
English thesaurus | |||
| |||
tdm | |||
| |||
Tactical Nuclear Damage Evaluation Model (USA) | |||
tactical nuclear damage evaluation model |
tandem : 128 phrases in 22 subjects |