surface potential | |
el. | επιφανειακό δυναμικό |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
επιφανειακό δυναμικό | |||
επιφανειακό δυναμικό |
surface potential : 1 phrase in 1 subject |
Chemistry | 1 |