subscriber | |
comp., MS | συνδρομητής |
fin. econ. | συνδρομητής; κατώτερος; υποτελής; εγγραφόμενος |
fin. tech. | πρόσωπο που ανέλαβε μετοχές; εγγραφόμενος |
law commun. IT | πελάτης |
Datum | |
IT | Δεδομένο |
data | |
comp., MS | δεδομένα |
stat. | στοιχεία; δεδομένο |
datum | |
earth.sc. | γεωδαιτικό δεδομένο; γεωδαιτικό σημείο; γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς |
math. | δεδομένα |
tech. construct. | γραμμή βάσεως |
| |||
συνδρομητής m (A person who has indicated his or her desire to be on a mailing list) | |||
συνδρομητής; κατώτερος; υποτελής; εγγραφόμενος | |||
πρόσωπο που ανέλαβε μετοχές; εγγραφόμενος | |||
πελάτης m | |||
συνδρομητής m | |||
English thesaurus | |||
| |||
S |
subscriber data : 3 phrases in 1 subject |
Communications | 3 |