station | |
commun. | χειροσυσκευή; μικροτηλέφωνο; τηλέφωνο; τηλεφωνικό όργανο; τηλεφωνική συσκευή |
environ. | σταθμός |
identification code | |
agric. | κωδικός ταυτοποίησης |
station-identification : 5 phrases in 2 subjects |
Communications | 4 |
Electronics | 1 |