speech processing | |
el. | επεξεργασίας ομιλίας; επεξεργασίας σημάτων φωνής |
device | |
gen. | διάταξη; εξοπλισμός; διαγνωστικό προϊόν' μηχανισμός σήμανσης |
commun. R&D. nucl.phys. | διάταξη' συσκευή |
comp., MS | συσκευή; συσκευή |
| |||
επεξεργασίας ομιλίας; επεξεργασίας σημάτων φωνής | |||
English thesaurus | |||
| |||
SP |
speech processing : 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |