specified | |
gen. | καθορισμένη; καθορισμένο; καθορισμένος |
IT | προδιαγραμμένος |
command | |
gen. | διοίκηση; προστάζω; κυριαρχώ |
commun. | εντολή τηλεχειρισμού |
comp., MS | εντολή |
earth.sc. construct. | φορτίον υδροληψίας |
| |||
καθορίζω; προδιαγράφω | |||
| |||
καθορισμένη; καθορισμένο; καθορισμένος | |||
προδιαγραμμένος |
specified : 134 phrases in 24 subjects |