specification | |
gen. | προσδιορισμός προδιαγραφών; καθορισμός |
econ. account. | ειδικότητα; ειδικότητα των πιστώσεων |
med. | προδιαγραφή |
specifications | |
gen. | συγγραφή υποχρεώσεων |
tree | |
econ. | δένδρο |
environ. | δέντρο |
| |||
προσδιορισμός προδιαγραφών; καθορισμός m | |||
ειδικότητα f; ειδικότητα των πιστώσεων | |||
προδιαγραφή | |||
| |||
συγγραφή υποχρεώσεων | |||
κύρια τεχνικά χαρακτηριστικά | |||
English thesaurus | |||
| |||
spec. | |||
specif. | |||
| |||
spec |
specification : 180 phrases in 26 subjects |