spatial | |
gen. | του χώρου |
comp., MS | χωρικός |
apperception | |
med. | αντίληψη; συνειδητή αντίληψη ερεθίσματος |
test | |
coal. chem. el. | δοκιμάζω |
comp., MS | δοκιμή |
forestr. | πείραμα |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
| |||
του χώρου | |||
χωρικός (Pertaining to the relative position of things in an area) | |||
χωρικός; διαστημικός |
spatial : 110 phrases in 25 subjects |