solvent | |
environ. | διαλύτης |
fin. | αξιόχρεος; φερέγγυος |
med. | διαλύτης; διαλυτικός |
transp. | ρευστοποιητής |
extract | |
gen. | Εξάγω; αποσπώ; απόσπασμα |
agric. | ολικό ξερό εκχύλισμα; ολικό εκχύλισμα |
commun. tech. | εξάγω' βγάζω |
comp., MS | εξάγω |
food.ind. chem. | ολικό ξηρό εκχύλισμα |
Analysis | |
gen. | Ανάλυση |
analysis | |
environ. | ανάλυση |
life.sc. | ανάλυση καιρού |
market. | λεπτομερής λογιστική ανάλυση |
med. | ψυχανάλυση; ανάλυση; ψυχολογική |
pharma. environ. | δοκιμασία/ανάλυση |
| |||
αξιόχρεος; φερέγγυος | |||
διαλύτης m; διαλυτικός | |||
ρευστοποιητής | |||
| |||
διαλύτης m | |||
| |||
Διαλύτες m | |||
English thesaurus | |||
| |||
sol; solv |
solvent : 188 phrases in 20 subjects |