simulation | |
environ. | προσομοίωση |
supervisor | |
gen. | ανώτερος; συνοδός περιφρούρησης |
commun. el. | επόπτης δικτύου |
econ. | εργοδηγός |
forestr. | επιστάτης; πρωτομάστορας; επιβλέπων |
lab.law. | χειριστής μηχανών στεγνοκαθαρίσματος; προïστάμενος εγκαταστάσεως και συσκευών βιομηχανίας τροφίμων και ποτών |
law | επίτροπος ανηλίκων |
| |||
παθομίμηση f; παθομιμητισμός m; προσποίηση f; προσποίηση ασθένειας | |||
| |||
προσομοίωση f; εξομοίωση f | |||
| |||
προσομοίωση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
sml | |||
Element of deception active measures aimed at deceiving the enemy regarding friendly intentions and аддгеззіопаїа, by making him collect false information. (FRA) |
simulation : 76 phrases in 18 subjects |