share | |
gen. | μποιράζω |
shared | |
gen. | μεριζόμενη; μεριζόμενο; μεριζόμενος |
IT dat.proc. | Καταμερισμένος; κοινής χρήσεως |
shares | |
account. | μετοχές |
busin. labor.org. account. | μετοχές ή μερίδια |
peripheral | |
comp., MS | περιφερειακή συσκευή |
econ. | περιφερειακή μονάδα |
IT dat.proc. | περιφερειακή συσκευή; περιφερειακό |
med. | περιφερικός; περιφερειακός; περιμετρικός |
peripherals | |
IT el. | περιφερειακές |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
μετοχές | |||
μετοχές ή μερίδια | |||
| |||
μερισμός μέσων; Διαμερισμός/Kαταμερισμός | |||
| |||
μποιράζω | |||
| |||
μεριζόμενη; μεριζόμενο; μεριζόμενος | |||
Καταμερισμένος; κοινής χρήσεως | |||
English thesaurus | |||
| |||
Satellite Health Access for Remote Environment Demonstrator project (a pilot platform) | |||
Scientists For Health And REsearch For Development |
shared : 342 phrases in 34 subjects |