self | |
health. | το προϊόν της αυτοεπικονιάσεως |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
self-testing : 5 phrases in 3 subjects |
Communications | 1 |
Health care | 3 |
Pharmacy and pharmacology | 1 |