selector | |
gen. | διάταξη επιλογής |
agric. | επιλογέας κόκκων; διαχωριστήρας κόκκων |
comp., MS | επιλογέας |
earth.sc. tech. | επιλογέας παλμών |
el. | διακόπτης επιλογής; ράβδος συγκράτησης; διακόπτης αναστροφής; κατακόρυφη ράβδος |
pen | |
gen. | στυλό |
agric. | περίφραγμα; θέση; ελεύθερη ζώνη |
comp., MS | πένα |
detectable | |
comp., MS | εντοπίσιμος |
| |||
διάταξη επιλογής | |||
επιλογέας κόκκων; διαχωριστήρας κόκκων | |||
επιλογέας m (In a cascading style sheet style definition (or style rule), the HTML element linked to a particular set of style properties and values) | |||
επιλογέας παλμών | |||
διακόπτης επιλογής; ράβδος συγκράτησης; διακόπτης αναστροφής; κατακόρυφη ράβδος | |||
επιλογέας m | |||
English thesaurus | |||
| |||
selr | |||
| |||
సెలక్టర్ |
selector : 209 phrases in 15 subjects |