selector | |
gen. | διάταξη επιλογής |
agric. | επιλογέας κόκκων; διαχωριστήρας κόκκων |
comp., MS | επιλογέας |
earth.sc. tech. | επιλογέας παλμών |
el. | διακόπτης επιλογής; ράβδος συγκράτησης; διακόπτης αναστροφής; κατακόρυφη ράβδος |
on | |
gen. | ανοιχτό; επάνω; πάνω; προς |
steering column | |
mech.eng. | κολώνα οδήγησης; κολώνα τιμονιού |
transp. mech.eng. | κολόνα διεύθυνσης; στύλος στηρίξεως οιακοστροφίου; στύλος στηρίξεως ρόδας τιμονιού; στήλη διευθύνσεως |
| |||
διάταξη επιλογής | |||
επιλογέας κόκκων; διαχωριστήρας κόκκων | |||
επιλογέας m (In a cascading style sheet style definition (or style rule), the HTML element linked to a particular set of style properties and values) | |||
επιλογέας παλμών | |||
διακόπτης επιλογής; ράβδος συγκράτησης; διακόπτης αναστροφής; κατακόρυφη ράβδος | |||
επιλογέας m | |||
English thesaurus | |||
| |||
selr | |||
| |||
సెలక్టర్ |
selector on : 2 phrases in 1 subject |
Mechanic engineering | 2 |