routing | |
commun. | οδός διαβίβασης; δρομολόγηση κίνησης |
comp., MS | δρομολόγηση |
earth.sc. life.sc. | υπολογισμός διαδόσεως πλημμυρικού κύματος |
el. | δρομοθέτηση; διάνοιξη διαδρομής; όδευση |
industr. construct. | βαθεία άροσις |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
placement | |
gen. | τοποθέτηση |
ed. lab.law. | πρακτική |
el. | τοποθέτηση διατάξεων |
lab.law. | διαμεσολάβηση για την εξεύρεση εργασίας |
interactive | |
gen. | διαδραστική; διαδραστικό |
comp., MS | αλληλεπιδραστικός |
design | |
construct. | σχεδίαση |
earth.sc. el. | υπολογισμός; υπολογισμός σχεδίασης |
el. construct. | έργο; μελέτη; μελέτη οδού; πρόγραμμα; σχέδιο; σχεδιασμός |
environ. | σχέδιο |
routing and : 3 phrases in 3 subjects |
Communications | 1 |
International trade | 1 |
Transport | 1 |