record | |
gen. | καταγράφω; ρεκόρ; αρχείο; ηχογραφώ; μητρώο; πρωτόκολλο |
IT | εγγράφω |
law | δικόγραφο |
recording | |
earth.sc. tech. | καταγραφή |
stat. | αναγραφή |
Evaluate | |
commun. | Αξιολογώ |
evaluate | |
gen. | αξιολογώ |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
control time | |
agric. | Φάση ελέγχου |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
system | |
gen. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
comp., MS | σύστημα |
earth.sc. mech.eng. | θερμοδυναμικό σύστημα |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
| |||
καταγράφω; ρεκόρ n; αρχείο n; ηχογραφώ; μητρώο n | |||
| |||
πρωτόκολλο; πρακτικό; πρακτικά | |||
καταχωρώ | |||
καταγράφω' εγγραφή | |||
εγγραφή (A group of related fields (columns) of information treated as a unit and arranged in a horizontal line in a table or spreadsheet) | |||
δίσκος | |||
εγγράφω | |||
δικόγραφο; έγγραφο | |||
καταχώρηση σε αρχείο | |||
εγγραφή | |||
| |||
εγγράφω επισήμως; εισάγω στο Xρηματιστήριο; καταχωρώ | |||
εγγράφω | |||
| |||
καταγραφή | |||
εγγραφή σε ευρετήριο | |||
αναγραφή | |||
| |||
αρχεία καταχωρήσεως στοιχείων | |||
English thesaurus | |||
| |||
A collection of related information that is treated as a unit (Separate fields within the record are used for processing of the information) | |||
| |||
rcd | |||
The official papers that make up a court case | |||
| |||
R |
record : 669 phrases in 45 subjects |