quantile | |
stat. | ποσοστιαίο σημείο; ποσοστημόριο; στατιστική τάξεων; τμήμα κατανομής πιθανότητας; πολλοστημόριο |
quantile | |
stat. | ποσοστιαίο σημείο; ποσοστημόριο; στατιστική τάξεων; τμήμα κατανομής πιθανότητας; πολλοστημόριο |
| |||
ποσοστιαίο σημείο | |||
| |||
ποσοστιαία σημεία | |||
| |||
ποσοστημόριο; στατιστική τάξεων; τμήμα κατανομής πιθανότητας; πολλοστημόριο | |||
English thesaurus | |||
| |||
Q |
quantile-quantile : 2 phrases in 1 subject |
Statistics | 2 |