pulse control | |
el. | έλεγχος με κατατμητή; έλεγχος με ψαλιδιστή; έλεγχος παλμών |
modulation | |
commun. | τηλεγραφική διαμόρφωση |
| |||
έλεγχος με κατατμητή; έλεγχος με ψαλιδιστή; έλεγχος παλμών | |||
έλεγχος σφυγμών; έλεγχος σφύξεων |
pulse control modulation : 2 phrases in 1 subject |
Electronics | 2 |