processor | |
gen. | μεταποιητική βιομηχανία |
commer. | ενδιάμεσος χρήστης |
dat.proc. | εκτελών την επεξεργασία |
fin. | μεταποιητής |
number | |
gen. | αριθμώ |
fin. IT | αριθμός αναφοράς |
med. | αριθμός; νούμερο; ψηφίο |
patents. | ημερομηνία |
numbering | |
commun. | αριθμοδότηση |
commun. IT | αρίθμηση |
| |||
μεταποιητική βιομηχανία | |||
ενδιάμεσος χρήστης | |||
εκτελών την επεξεργασία | |||
μεταποιητής m | |||
επεξεργαστής m; κεντρική μονάδα επεξεργασίας | |||
English thesaurus | |||
| |||
PRCS; PRCSR | |||
procr | |||
| |||
P |
processor : 225 phrases in 21 subjects |