portable | |
gen. | φορητή; φορητό; φορητός |
interactive | |
gen. | διαδραστική; διαδραστικό |
comp., MS | αλληλεπιδραστικός |
computing | |
econ. IT | υπολογισμός |
object | |
commun. IT | αφηρημένο αντικείμενο |
comp., MS | αντικείμενο |
econ. | σκοποί κατανάλωσης |
fin. commun. IT | αντικείμενο; αντικείμενο ενδιαφέροντος |
IT | γνώση του κόσμου; γεγονός; γνώση πραγματικού κόσμου |
IT dat.proc. | συνάφεια |
lab.law. mech.eng. | προϊόν εργασίας |
| |||
φορητή; φορητό; φορητός | |||
φορητός υπολογιστής | |||
English thesaurus | |||
| |||
p | |||
prtl; ptbl |
portable : 203 phrases in 27 subjects |