photoelectron | |
gen. | φωτοηλεκτρόνιο |
angular | |
med. | γωνιώδης; γωνιωτός |
distribution | |
agric. | διασκορπισμός |
commun. | διάλυσις; τοποθέτηση στην κάσσα στοιχείων |
construct. | χωρική κατανομή |
fin. account. | διανομή μερισμάτων |
IT | εφαρμογή διανομής; συσσωρευτική κατανομή πιθανότητας |
med. | κατανομή; διανομή |
stat. market. | διάθεση |
| |||
φωτοηλεκτρόνιο n |
photoelectron : 3 phrases in 3 subjects |
Earth sciences | 1 |
Industry | 1 |
Physical sciences | 1 |