phantom | |
commun. | ένδειξη ραντάρ ασαφούς προέλευσης; φάντασμα |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
| |||
ένδειξη ραντάρ ασαφούς προέλευσης; φάντασμα n | |||
ομοίωμα ανθρωπίνου σώματος; ομοίωμα ραδιολογικό |
phantom : 39 phrases in 7 subjects |
Communications | 13 |
Electronics | 4 |
Health care | 1 |
Information technology | 2 |
Medical | 15 |
Natural sciences | 1 |
Transport | 3 |