-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
coding | |
med. | κωδίκευση; κωδικεύων; κωδικοποιός; κωδικοποίηση |
orthonormal : 3 phrases in 2 subjects |
Statistics | 2 |
Transport | 1 |