original | |
gen. | πρωτ·ότυπο; αρχική; αρχικός |
software | |
gen. | λογισμικό ηλεκτρονικών υπολογιστών |
econ. | λογισμικό |
developer | |
commun. IT | αναπτύσσων; σχεδιαστής |
comp., MS | προγραμματιστής |
construct. mun.plan. | εργολάβος κατασκευών; εταιρεία κατασκευής και αξιοποίησης ακινήτων; κατασκευαστής ακινήτων; κατασκευαστική εταιρεία |
cultur. | εμφανιστής; προϊόν εμφάνισης; διάταξη εμφάνισης |
| |||
πρωτ·ότυπο n | |||
αρχέτυπο n; αρχικό n; πρωτότυπο n | |||
| |||
αρχική; αρχικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
ridgy-didge | |||
orig. | |||
| |||
.ori (file name extension) |
original : 173 phrases in 30 subjects |