optical | |
gen. | οπτική; οπτικό; οπτικός |
parallel | |
gen. | παράλληλη; παράλληλο |
med. | παράλληλος |
logic | |
gen. | λογικές συναρτήσεις |
device | |
gen. | διάταξη; εξοπλισμός; διαγνωστικό προϊόν' μηχανισμός σήμανσης |
commun. R&D. nucl.phys. | διάταξη' συσκευή |
comp., MS | συσκευή; συσκευή |
| |||
οπτική; οπτικό; οπτικός | |||
οπτικός (opticus) | |||
English thesaurus | |||
| |||
o | |||
optical effect | |||
opt. |
optical : 630 phrases in 25 subjects |