nuclear | |
gen. | πυρηνική; πυρηνικό |
Explosive | |
chem. | Εκρηκτικό·κίνδυνος μαζικής έκρηξης.; Εκρηκτικό· κίνδυνος πυρκαγιάς, ανατίναξης ή εκτόξευσης. |
explosive | |
chem. | εκρηκτική ύλη; εκρηκτικά |
coal. chem. | εκρηκτική ύλη; εκρηκτικό; υλικό δυνάμενο να εκραγεί |
econ. | εκρηκτικές ύλες |
environ. | εκρηκτική ύλη/εκρηκτικό; εκρηκτικό |
simulation technique | |
med. | τεχνική προσομείωσης |
| |||
πυρηνική; πυρηνικό | |||
πυρηνικός; πυρηνοειδής | |||
English thesaurus | |||
| |||
ncr; nu; nuc; nucl; nuke |
nuclear explosive : 2 phrases in 2 subjects |
General | 1 |
Nuclear physics | 1 |