multiple | |
gen. | πολλαπλή |
commun. | πολλαπλό |
commun. el. | πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
el. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα |
task | |
gen. | εντολή |
comp., MS | εργασία |
empl. | καθήκον |
performance | |
gen. | εκτέλεση |
comp., MS | επιδόσεις |
el. | επίδειξη; επίδοση |
forestr. | ικανότητα |
lab.law. | απόδοση |
law lab.law. | βέλτιστος ρυθμός εργασίας |
mech.eng. | απόδοση έργου; αποδοτικότητα |
| |||
πολλαπλή | |||
πολλαπλός; πολλαπλάσιος | |||
| |||
πολλαπλό | |||
πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα | |||
| |||
πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
multiple : 804 phrases in 43 subjects |